πηκτίνες

πηκτίνες
Οργανικές ουσίες της ομάδας των πολυσακχαριτών, οι οποίες βρίσκονται στα κυτταρικά τοιχώματα και στους μεσοκυτταρικούς χώρους πολλών φυτικών ιστών, κυρίως των σπόρων, των ριζωμάτων και των καρπών. Οι π. αποτελούνται από γραμμικά μακρομόρια μέσου μοριακού βάρους που περιέχουν υδρόφιλες ομάδες και έχουν την ιδιότητα να δίνουν ζελατινοειδή διαλύματα και ημιστερεά ακόμα και σε χαμηλές συγκεντρώσεις, της τάξης των 1-5%. Επειδή είναι φυσικής προέλευσης, η σύνθεση τους ποικίλλει σε σχέση με τα υλικά από τα οποία προέρχονται· οι βασικές μονάδες των μακρομορίων είναι η αραβινόζη, η γαλακτόζη και το πηκτικό οξύ. Από τα ελεύθερα καρβοξύλια του πηκτικού οξέος, μερικά μεταβάλλονται σε άλατα, με ασβέστιο και μαγνήσιο, και μερικά σε εστέρες, με μεθυλικές ομάδες. Η εκατοστιαία αναλογία των εστεροποιημένων ομάδων αυξάνεται όταν οι καρποί ωριμάζουν, και αυτό συμβάλλει στη διαλυτότητα των μακρομορίων, ενώ οι ομάδες άλατα με ασβέστιο τα κάνουν αδιάλυτα. Οι π. παραλαμβάνονται εν θερμώ με όξινα διαλύματα από τα υπολείμματα των καρπών, αφού συμπιεστούν για την εξαγωγή των χυμών, και από τον πολτό των τεύτλων· χρησιμοποιούνται κυρίως στη βιομηχανία τροφίμων ως συμπυκνωτικά για τις ζελατίνες φρούτων και τις μαρμελάδες, ως σταθεροποιητικά σε χυμούς και σάλτσες και ως συνθετικά στις κονσέρβες κρεάτων. Σε άλλες εφαρμογές, όπως π.χ. στην υφαντουργική βιομηχανία, έχουν αντικατασταθεί από τεχνητά προϊόντα, όπως οι μεθυλ- και καρβοξυλομεθυλκυτταρίνες και τα εστεροποιημένα αμίδια· στη βιομηχανία τροφίμων οι π. προτιμούνται για τα εξαίρετα χαρακτηριστικά τους ως προς την αφομοίωση και τη γεύση και επειδή έχει περιοριστεί η χρήση των τεχνητών προϊόντων. Μεγάλες ποσότητες πηκτινών παράγονται ως παραπροϊόντα του εξευγενισμού των σπορελαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • πηκτινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο που απαντά στα φυτά ή εκκρίνεται από ορισμένους μικροοργανισμούς, ιδιαίτερα τους μύκητες, υδρολύει τις πηκτίνες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την αύξηση τής απόδοσης τού οπού τών φρούτων, για τη μείωση τού ιξώδους τών …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτόζη — Οργανική ένωση του τύπου C6H12O6, που ανήκει στις αλδοεξόζες. Διαφέρει από τη γλυκόζη κατά τη χωρική διάταξη των ομάδων γύρω από το τέταρτο άτομο του άνθρακα. Διακρίνεται σε D – και L – γ. και στο ανενεργό ισομοριακό τους μείγμα (ρακεμικό).… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτουρονικό οξύ — Δεξιόστροφο καρβοξυλικό οξύ που σχηματίζεται στους οργανισμούς κατά την οξείδωση του πρωτοταγούς υδροξυλίου της γαλακτόζης σε καρβοξυλική ομάδα. Το γ.o (και τα μεθυλιωμένα παράγωγά του) είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση και αποτελεί δομικό… …   Dictionary of Greek

  • μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • πολυσακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδατανθράκων. Το μόριο των π. σχηματίζεται από την ένωση πολλών μορίων απλών σακχάρων ενωμένων μεταξύ τους με γλυκοζιτικό δεσμό. Είναι ουσίες άμορφες, άγευστες, αδιάλυτες ή λίγο διαλυτές· με υδρόλυση διασπώνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”